- Γλαυκονόμη
- Γλαυκονόμηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Glavconome — GLAVCONŎME, es, Gr. Γλαυκονόμη, ης, (⇒ Tab. IV.) des Nereus und der Doris Tochter, eine Nymphe. Hesiod. Theog. v. v. 256. Sieh Nereides … Gründliches mythologisches Lexikon
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek